- ανισόβαρος
- -η, -οαυτός που έχει άνισο βάρος: Η συμφωνία που κλείσατε είναι ανισόβαρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανισοβαρής — ές (και ανισόβαρος, η, ο) (Α ἀνισοβαρής) αυτός που δεν ἔχει ἴσο βάρος με κάποιον άλλο νεοελλ. ἄδικος, ἄνισος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + βαρής < βάρος. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται στον κληρικό και διδάσκαλο του Γένους Νικηφόρο… … Dictionary of Greek
περισσόβαρος — η, ο, Ν 1. αυτός που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις, ανισόβαρος 2. ασύμφωνος, ασυμβίβαστος, αταίριαστος («γνώρισα τών περισσόβαρων ταιριασμάτων τον αγώνα», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περίσσος + βάρος (πρβλ. πισώ βαρος)] … Dictionary of Greek
πισώβαρος — η, ο, Ν αυτός που βαραίνει προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + βάρος (πρβλ. ανισόβαρος, μπροστό βαρος)] … Dictionary of Greek